- συνδράμετε
- συντρέχωrun together so as to meetaor imperat act 2nd plσυντρέχωrun together so as to meetaor ind act 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προστρέχω — ΝΜΑ [τρέχω] νεοελλ. 1. σπεύδω για να ζητήσω ή να προσφέρω βοήθεια («στις φωνές της προσέτρεξαν πολλοί») 2. καταφεύγω, προσφεύγω σε κάποιον ή σε κάτι («προστρέχω και πάλι στα ευγενικά σας αισθήματα με την ελπίδα ότι θα μέ συνδράμετε») 3. συρρέω… … Dictionary of Greek
ЕКАТЕРИНА — [греч. Αἰκατερίνη, Αἰκατερῖνα] († 305?), вмц. Александрийская (пам. 24 нояб.; пам. греч., пам. зап. 25 нояб.), одна из самых почитаемых святых в христ. мире. Сохранилось неск. Мученичеств Е.: 3 анонимных (BHG, N 30a 31b, 32a), Мученичество BHG, N … Православная энциклопедия